-
1 условный
условный 1) συνθηματικός, συμβατικός 2) грам. υποθετικός* * *1) συνθηματικός, συμβατικός2) грам. υποθετικός -
2 условный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. συνθηματικός, συμφωνημένος• συμβατικός•условный знак συνθηματικό σημάδι•
условный сигнал το σύνθημα•
-стук συνθηματικός χτύπος•
условный свист συνθηματικό σφύριγμα•
условный язык συνθηματική γλώσσα.
2. γινόμενος με όρο•-ое согласие η με όρους συγκατάθεση•
условный приговор καταδίκη με αναστολή.
3. σχετικός (όχι απόλυτος).4. τυπικός, υποθετικός•-ая линия τυπική (νοερή) γραμμή.
5. συμβολικός•-ая декорация συμβολική διακόσμηση•
условный жест συμβολική χειρονομία.
6. (γραμμ.) υποθετικός•условный союз υποθετικός σύνδεσμος•
-ое предложение υποθετική πρόταση•
-ое наклонение υποθετική έγκλιση.
7. τυπικός, συμβατικός (παρμένος σαν βάση). -
3 условный
условн||ыйприл1. συνθήματικός, συμβατικός:\условныйый знак τό σήμα· \условныйый сигнал τό σύνθημα·2. (с условием) συμβατικός, συμφωνημένος, ὑπό ὅρους:\условныйое согласие ἡ ὑπό ὅρους συγκατάθεση· \условныйый приговор юр. καταδίκη μέ ἀναστολή·3. (общепринятый) τυπικός, καθιερωμένος·4. (относительный) σχετικός· б. (несуществующий) ὑποθετικός, φανταστικός, νοερός:провести́ \условныйую линию на карте κάνω στόν χάρτη ὑποθετική γραμμή· в. иск. συμβατικός·7. грам. ὑποθετικός:\условныйое наклонение ἡ ὑποθετική ἔγκλιση [-ις]· ◊ \условныйый рефлекс τό ἐξαρτη-μένο[ν] ἀντανακλαστικό[ν]. -
4 условный
1. (установленный по условию между кем-л.) συμ(πε)φωνημένοςσυνθηματικός2. (оговоренный каким-л. условием, имеющий силу только при наличии какого-л. условия) με όρο Заявляющийся условностью, относительный) σχετικός 4. (не существующий в действительности в том виде, как это дано где-л.) υποθετικός 5. (произвольный) αυθαίρετος 6. (временный, предварительный) δοκιμαστικόςπροσωρινός7. иск. συμβολικός 8 грам. υποθετικ/ός 9. (принятый за основу при вычислении) τυπικός 10. мед. (рефлекс) το εξαρτημένο αντανακλαστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условный
-
5 союз
1. (единение, связь групп, обществ и т.п.) η συμμαχία, ο συνασπισμός 2. (государственное объединение, общественная организация) η ένωση, ο σύλλογοςτο σωματείο 3 (грам) ο σύνδεσμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > союз